- αγύψωτος
- -η, -ο[γυψώνω]1. αυτός που δεν γυψώθηκε, δεν επιχρίστηκε με γύψο2. αυτός που δεν διακοσμήθηκε με γυψώματα3. αυτός που δεν περιέχει γύψο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγύψωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει χριστεί με γύψο: Ο τοίχος έμεινε αγύψωτος. 2. αυτός που δεν περιέχει γύψο: Το κρασί αυτό είναι αγύψωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)